Η πρώτη μεγάλη τηλεοπτική σειρά της ψηφιακής πλατφόρμας της Apple γυρίστηκε το 2019, μοιάζει όμως να μιλά κατευθείαν στην καρδιά της Ελλάδας του 2021, καθρεφτίζοντας στην ιστορία της όσα βλέπουμε στα δελτία μας.
Από τον Ιωσήφ Πρωϊμάκη
27/02/2021
Πίσω στο μακρινό 2019, η Apple έκανε το λανσάρισμα της νέας τηλεοπτικής της πλατφόρμας με ναυαρχίδα της το «The Morning Show»: μια σειρά φωτισμένη από τη λάμψη αστέρων όπως ο Steve Carell, η Jennifer Aniston και η Reese Witherspoon, και θέμα της το σκάνδαλο που ξεσπά στους κόλπους του πρωινού μαγκαζίνου του τίτλου, όταν ο κεντρικός του παρουσιαστής κατηγορείται για απρεπή σεξουαλική συμπεριφορά και απολύεται. Πιασάρικο το θέμα, θα έλεγε κανείς. Μόνο που, στην τραμπική Αμερική της εποχής, που με την ψήφο της είχε αφήσει την σεξουαλική, πολιτική, ή όποια άλλη μορφή ορθότητας εκτός ατζέντας, και με τον απόηχο του #MeToo αρκετά εξασθενημένο κάτω απ’ τις ιαχές του #MAGA, ίσως δεν ήταν ακριβώς η ιστορία που το κοινό φλεγόταν να παρακολουθήσει.
Πράγματι, το θέμα ήταν μάλλον ντεμοντέ, ο τόνος λίγο σοφιστικέ, και φυσικά η Apple TV+ δεν ήταν Netflix, κι ούτε έγινε ποτέ. Επιπλέον, η απόφαση της πλατφόρμας να αποκαλύψει στους δημοσιογράφους μόνο τα πρώτα τρία επεισόδια της σειράς, οδήγησε σε καταδικαστικές πρώτες κριτικές, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το περιορισμένο momentum της. Κι αυτό γιατί, αν μείνει κανείς στα τρία πρώτα επεισόδια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να παραπλανηθεί. Λογικό, για μια αφήγηση που έχει στην καρδιά της αυτό ακριβώς: την παραπλάνηση – ένα buzzword με ιδιαίτερο φορτίο στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2021. Να όμως που η Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2021, είναι το ιδανικό πλαίσιο για να παρακολουθήσει κανείς τη σειρά.
Πέρα από τον εθιστικό τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός του «The Morning Show», Jay Carson, ξεδιπλώνει τα βυζαντινικά παιχνίδια εξουσίας με τα οποία περνούν την ώρα τους (και προωθούν τις καριέρες τους) οι μεγαλοσχήμονες του μιντιακού τοπίου, αλλά και τις απολαυστικές ερμηνείες με τις οποίες πλουτίζει την αφήγησή του (ο Billy Crudup συμπυκνώνει εξαιρετικά τον νιχιλισμό της σύγχρονης corporate κουλτούρας σε ένα χαμόγελο-τομή ανάμεσα σ’ αυτά του Joker και του καρχαρία από το «Jaws», η Jennifer Aniston εντυπωσιάζει με την ερμηνευτική ωριμότητα, ευλυγισία και ακρίβεια με την οποία εικονοποιεί μια γυναίκα σε διάφορα στάδια νευρικής κατάρρευσης), αυτό που κάνει την σειρά της Apple TV+ να ξεχωρίζει, τελικά, είναι η παγίδα που στήνει στους ίδιους τους θεατές της.
Στα πρώτα επεισόδια, ήρωες και σενάριο αντιμετωπίζουν το σκάνδαλο της σεξουαλικής παρενόχλησης (και μαζί τις αποχρώσεις βιασμού, κατάχρησης εξουσίας και καθ’ έξιν χρήσης πρακτικών σεξουαλικού αρπακτικού) σαν έναν ελέφαντα που πρέπει να στριμωχτεί στο περιθώριο ενός σόου που, όπως κι η ζωή, πρέπει να συνεχιστεί. Οι επιζώντες της εκρηκτικής αποκάλυψης έχουν πολλή δουλειά να κάνουν για να εδραιώσουν τη θέση τους στο νέο σκηνικό («πρέπει να ελέγξω την αφήγηση να για σιγουρευτώ ότι δεν θα μείνω εκτός του αφηγήματος», λέει κάποια στιγμή η Jennifer Aniston) κι η ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, ξεδιπλώνεται σαν μια lifestyle εκδοχή του «The Newsroom».
Στα παρασκήνια, όμως, γύρω απ’ τα εταιρικά μαχαιρώματα και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, πλέκεται το πέπλο της συνενοχής. Βλέμματα, μισόλογα, τραύματα και μυστικά συνθέτουν τον μίτο όσων έβλεπαν και δεν μιλούσαν, όσων υποψιάζονταν και δεν ρωτούσαν, όσων γνώριζαν αλλά αρνούνταν να αποδεχτούν, όσων ήθελαν, αλλά δεν είχαν το κουράγιο να σταθούν απέναντι. Έτσι, το νέφος της καχυποψίας σκεπάζει τους πάντες, καλλιεργώντας την κουλτούρα αποσιώπησης μιας πραγματικότητας που, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, υπήρχε για πολύ καιρό πριν αποκαλυφθεί, κανέναν όμως δεν βόλευε να πάψει να ισχύει.
Λίγο πιο πέρα απ’ τα παρασκήνια, δε, ένας άλλος, ακόμη πιο δελεαστικός ιστός υφαίνεται. Αυτός του γοητευτικού κι αδικημένου αντιήρωα. Τον οποίο ο Steve Carell κάνει εξαιρετική δουλειά στο να επενδύσει με αυθεντική ζεστασιά, γοητεία και charisma , θολώνοντας στ’ αλήθεια τα νερά: «μα εδώ πρόκειται για έναν πραγματικά συμπαθέστατο, αστείο κι ευγενή, ευαίσθητο κάτω απ’ τον κυνισμό του τύπο, που ποιος δεν θα ‘θελε να έχει για φίλο, συνεργάτη, πατέρα, ακόμη κι εραστή!», θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. «Είναι δυνατόν να το έχει κάνει;».
Στα τρία τελευταία επεισόδια της σεζόν (και σε αυτό που είναι εύκολα ένα απ’ τα καλύτερα season finales των τελευταίων ετών) μια οπερετική εικονογράφηση της μπαναλιτέ του κακού είναι αρκετή για να δώσει την απάντηση. Παραφράζοντας την Χάνα Άρεντ, στην πραγματική ζωή τα διεστραμμένα εγκλήματα δεν γίνονται από εξ αρχής διεστραμμένα μυαλά: αν ήταν έτσι, θα πέρναμε τα μέτρα μας απ’ την αρχή, για να αποφύγουμε τα χειρότερα στο τέλος. Αντιθέτως, όμως, η αδράνεια του περίγυρου, η μη αμφισβήτηση των προσώπων που ξεχωρίζει, θαυμάζει και φορτίζει με δέος, τα πιστώνει με μια συνεχώς κλιμακούμενη ασπίδα ασυλίας. Η οποία σύντομα γίνεται τόσο αδιαπέραστη, ώστε είναι αδύνατον να διακρίνεις τι συμβαίνει πίσω της – μέχρι που, εν τέλει, δεν θέλεις καν να κοιτάξεις.
Αυτήν την ασπίδα, την τόσο βαθιά ριζωμένη σε αγαθές προθέσεις, παρακολουθεί να υψώνεται το τελευταίο επεισόδιο της σεζόν, πριν αποδομήσει ψηφίδα-ψηφίδα όχι μόνο την (κομματάκι βολική για την κοινωνική μας συνοχή) εικόνα του θυματοποιημένου θύτη, αλλά και τη δική μας αφέλεια. Την προθυμία μας να πιστέψουμε στο συμπαθές του προσώπου του και την τάση μας να πάρουμε την πλευρά του στην διελκυστίνδα της στοιχειώδους ανθρωπιάς και του εγγενούς μας κυνισμού. Έτσι, η αποκάλυψη της προβιάς του αρπακτικού, είναι μια στιγμή αποκαλυπτική και για εμάς τους ίδιους. Κι εν τέλει, το αρπακτικό έκανε αυτό που επιτάσσει η φύση του. Εμείς;