Moby_pepper966
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Moby: «Η απάντηση είναι η αποδοχή»

Ο Αμερικανός μουσικός μιλά στον Γιώργο Μουχταρίδη για τη φιλοσοφία, την Amy Winehouse, τον David Bowie και τη σχέση του με τον ύπνο και την καφεΐνη.

14/10/2021

Με τη φράση «Ελπίζω να είστε καλά, ή όσο καλά μπορεί να είναι κανείς ενώ ο κόσμος διαλύεται» ξεκινά ο Moby το τελευταίο του newsletter, και ο ίδιος φαίνεται να περνά μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο.

Μέσα στο καλοκαίρι που πέρασε, ο αγαπημένος καλλιτέχνης ―κατά κόσμον Richard Melville Hallκυκλοφόρησε τα «Reprise» και «Moby Doc», ενώ δημοσίευσε και μερικά βίντεο ‘making ofs’ αλλά και tutorial τραγουδιών του. Ακόμα, υπογράφει κι ένα βιβλίο μαγειρικής, με vegan συνταγές από το εστιατόριό του, little pine, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.

Εμείς μιλήσαμε μαζί του για τη δημιουργική διαδικασία, τη φιλοσοφία, τις μουσικές του επιρροές και την απάντηση στα καθημερινά μας προβλήματα.

Επιμέλεια: Μαρία Μεταξά

Γιώργος Μουχταρίδης: Την τελευταία φορά που ήρθες στην Ελλάδα ήταν το 2011 στο Ejekt Festival ―την ημέρα που ακύρωσε η Amy Winehouse!

Moby: Ναι, το θυμάμαι. Παίζαμε μαζί και στη Σερβία, στο Βελιγράδι, και ήταν η τελευταία της συναυλία. Ήταν μια πολύ λυπηρή εμπειρία· την είχα δει το πρωί στο ξενοδοχείο και ήταν μια χαρά, νηφάλια. Όταν όμως έφτασα στο συναυλιακό χώρο, την είδα ξαπλωμένη στη σκηνή, και ήταν μία από τις πιο παράξενες και σπαραξικάρδιες ερμηνείες που έχω δει ποτέ.

Γ. Μ.: Ναι, κατέρρευσε και δεν ανέβηκε ποτέ ξανά στη σκηνή. Ήταν δέκα χρόνια πριν, λοιπόν, που ήρθες τελευταία στην Ελλάδα. Αυτό τον καιρό δε σε προλαβαίνουμε: ανακοίνωσες στην επίσημη σελίδα σου πως ξεκινάς το «Reprise 2», πέντε νέα πρότζεκτ και δύο βιβλία. Τι πυροδότησε αυτή την έκρηξη δημιουργικότητας;

M: Καλή ερώτηση· είναι κάτι που θα συζητούσα με τον ψυχολόγο μου, αν έκανα συνεδρίες. Δεν ξέρω γιατί έχω αυτή την εμμονή να κάνω συνεχώς πράγματα. Οι φίλοι μου δεν το καταλαβαίνουν ―και δεν κάνω σχέσεις, δεν κοινωνικοποιούμαι ιδιαίτερα. Δουλεύω 7 μέρες την εβδομάδα, 365 μέρες το χρόνο. Στις διακοπές, ενθουσιάζομαι γιατί σκέφτομαι ότι όλοι οι άλλοι θα με αφήσουν επιτέλους ήσυχο για να δουλέψω ακόμα περισσότερο.

Γ. Μ.: Η φυσικά επόμενη ερώτηση που θα σου έκανε οποιοσδήποτε είναι: πόσες ώρες κοιμάσαι;

M: Έχε υπ’ όψιν πως είμαι 55 χρονών, και δεν είμαι ο πιο έξυπνος άνθρωπος του κόσμου, αλλά νομίζω πως δεν είμαι και πολύ χαζός. Ε λοιπόν, μόλις πρόσφατα κατάλαβα κάτι: όταν πίνω καφέ, δεν κοιμάμαι καλά. Σταμάτησα εδώ και λίγο καιρό να πίνω καφέ μετά το μεσημέρι, και ως αποτέλεσμα, κοιμάμαι πολύ καλύτερα ―6, 6.30 ώρες, που για μένα είναι τρομερό σε σχέση με τις συνήθεις 4-5 ώρες ύπνου μου. Κοιμάμαι λοιπόν καλύτερα, αφού σταμάτησα να πίνω καφέ μετά το μεσημέρι· θα σκεφτόταν κανείς πως αυτή θα ήταν η πιο προφανής λύση, αλλά είναι και δύσκολο γιατί λατρεύω την καφεΐνη, και δεν πειθαρχώ εύκολα τον εαυτό μου να μείνει μακριά.

Γ. Μ.: Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας για τα επερχόμενα πρότζεκτ σου, ή θα διαβάσουμε ανακοινώσεις σου στις εβδομάδες που έρχονται;

M: Από τη μία μου αρέσει να μιλάω για τα πράγματα που ετοιμάζω κι εκείνα που ελπίζω να κάνω, αλλά από την άλλη δε θέλω, επειδή κανένα δεν έχει ολοκληρωθεί ―και μπορεί οτιδήποτε να αλλάξει, ή να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Τίποτα δεν είναι εξαιρετικά σημαντικό, δηλαδή, απλώς είμαι διστακτικός με τα λόγια μου· ποιος ξέρει αν θα υλοποιηθούν ποτέ;

Γ. Μ.: Είναι σαν να εφαρμόζεις στη ζωή σου την τελευταία ατάκα από το «Tractatus LogicoPhilosophicus» του L. Wittgenstein: «Ό, τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια, και για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει».

M: Μια που το ανέφερες, ένα από τα πρότζεκτ μου εν μέσω πανδημίας ήταν το να γυρίσω πίσω και να ξαναδιαβάσω Φιλοσοφία που μελέτησα στο πανεπιστήμιο· προσπάθησα να ξαναδιαβάσω το «Μπλε και το Καφέ Βιβλίο» και το Tractatus του Wittgenstein, και όσο για το δεύτερο, συνειδητοποίησα ότι πλέον δεν είχα ιδέα τι εννοούσε ―εκτός από αυτή την υπέροχη τελευταία ατάκα που ανέφερες. Το υπόλοιπο βιβλίο μου φαίνεται ακατανόητο.

Γ. Μ.: Μου αρέσουν πολύ τα linear notes [σ.σ.: βιβλιαράκια στίχων] που κάνεις στους δίσκους σου. Νιώθω πως είναι κάτι που έχει χαθεί από τη σημερινή μουσική.

 M: Δεν ξέρω αν έχεις το ίδιο βίωμα, αλλά όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι πως έπαιρνε πολύ καιρό μέχρι να καταφέρω ν’ αγοράσω ένα δίσκο. Στην πρώτη μου δουλειά, κουβαλούσα μπαστούνια του γκολφ για δύο εβδομάδες, ώστε να μπορέσω να αγοράσω δύο δίσκους του David Bowie. Και μετά άκουγα συνεχώς τους δίσκους, και διάβαζα τα linear notes ξανά και ξανά ―ακόμα και λεπτομέρειες όπως το ποιος έκανε την παραγωγή και το mastering του δίσκου, πού φτιάχτηκε το βινύλιο… Όσο και να αγαπώ το ψηφιακό μέλλον, μου λείπει πολύ το πόσο πολύτιμη ήταν η μουσική τότε. Όταν ήμουν μικρός, δεν άκουγες μουσική ενώ έπαιζες βιντεοπαιχνίδια· άκουγες μουσική και συγκεντρωνόσουν σ’ αυτή. Ήταν πολύτιμη, και τα linear notes ήταν σχεδόν εξίσου πολύτιμα.

Γ. Μ.: Ποια από τα τραγούδια στο «Reprise» σε δυσκόλεψαν περισσότερο;

M: Ένα από τα δύσκολα ήταν το Go, γιατί είναι ένα επαναλαμβανόμενο dance κομμάτι χωρίς φωνητικά, αλλά θα έλεγα πως κατά κάποιον τρόπο, το πιο δύσκολο ήταν το Natural Blues. Και όταν λέω πως ήταν δύσκολο, δεν εννοώ τη δομή και την ενορχήστρωση, ούτε τη χορωδία gospel· το δύσκολο ήταν να βρω τους σωστούς τραγουδιστές.

Είναι ένα πολύ γνωστό τραγούδι, και παραδοσιακό για τους Αφροαμερικανούς ―επομένως, όποιος τραγουδούσε το κομμάτι, θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει την παράδοση από την οποία εκείνο προέρχεται. Ευτυχώς, βρήκα τον Gregory Porter και τη Amythyst Kiah, των οποίων οι εκπληκτικές φωνές ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους. Είναι ένα από τα πράγματα που έχω προσέξει στην τέχνη: πολλές φορές, όταν βιώνουμε το τελικό αποτέλεσμα, μας φαίνεται αβίαστο. Αλλά αυτό που δε βλέπουμε είναι η πολύπλοκη δημιουργική διαδικασία από πίσω. Πριν καμιά δεκαριά χρόνια έγραψα ένα άρθρο για το περιοδικό New Yorker, σχετικά με το «The Godfather». Είναι μία από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών, και όταν τη βλέπεις, κάθε στιγμή μοιάζει τέλεια. Ωστόσο, φαίνεται πως σε όλη τη διαδικασία των γυρισμάτων, κάθε στιγμή ήταν τρομερά προβληματική ―υπήρχε ένα χάος. Όταν βλέπεις την ταινία δεν αντιλαμβάνεσαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Έτσι και με το Natural Blues· πάλευα για έξι μήνες να βρω τους κατάλληλους τραγουδιστές, και ευτυχώς τους βρήκα.

Γ. Μ.: Βρήκες και την τέλεια ισορροπία για το τραγούδι. Να προσθέσω πως το Go―ένα από τα αγαπημένα μου―, μου θυμίζει πολύ τις παραγωγές του Brian Eno σε αφρικανική μουσική, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αυτή την αίσθηση παίρνω απ’ αυτό το τραγούδι, μία αφρικανική ποιότητα.

M: Μία από τις μεγαλύτερες μουσικές επιρροές μου ήταν ο δίσκος «My Life in The Bush Of Ghosts» [σ.σ.: 1981, Brian Eno και David Byrne]. Όταν βγήκε το άλμπουμ μου, «Play», πολλοί δημοσιογράφοι με ρωτούσαν από πού ήρθε η ιδέα μου να χρησιμοποιήσω φωνητικά που είχαν ηχογραφηθεί παλιά ―και τους έλεγα Δεν είμαι ο πρώτος που το κάνει. Ο Brian Eno το έκανε με τον David Byrne το 1981! Η επιρροή των αφρικανικών ρυθμών σε αυτό τον δίσκο, και στο «Remain In Light» των Talking Heads ήταν πολύ σημαντική για μένα.

Γ. Μ.: Μία άλλη επιλογή σου ήταν το Heroes. Για μένα δεν είναι απλώς ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί, είναι ένα τραγούδι που κέρδισε μια μακροζωία που ήταν υπεράνω προσδοκιών. Αν δεν κάνω λάθος, η ιστορία λέει πως ο David Bowie έγραψε αυτό το τραγούδι για τον Tony Visconti, ο οποίος είχε μία εξωσυζυγική σχέση στο Βερολίνο. Το έγραψε για εκείνον ―και μετά από 10, 20 χρόνια, το τραγούδι απέκτησε ένα παγκόσμιο, πανέμορφο νόημα και εκτοξεύτηκε στο υποσυνείδητο όλων μας.  

M: Ναι, έχεις δίκιο. Ο David μου είχε πει ότι δούλευαν στο στούντιο της Hansa κοντά στο Τείχος, όταν κοίταξε από το παράθυρο και είδε τον Visconti να φιλάει μια γυναίκα ―και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι. Αυτό που είναι τρομερό είναι πως για καιρό, το Heroes δεν ήταν από τα μεγαλύτερα κομμάτια του Bowie. Ήταν το Space Oddity, το The Jean Jeanie ή το Ziggy Stardust ―αλλά με τον καιρό, το Heroes μοιάζει να τα έχει σκεπάσει όλα. Νομίζω για πολλούς είναι συνταυτισμένο με τον Bowie, είναι αυτό που σκέφτονται ως το καλύτερο τραγούδι του.

Επίσης, κάτι που ίσως δεν ξέρουν πολλοί είναι πως το Heroes γράφτηκε αρχικά ως διασκευή του Waiting For The Man των Velvet Underground· ο David ήταν τεράστιος φαν του Lou Reed. Έκανα πολλές φορές παρέα και με τους δυο τους μαζί, και ήταν τρομερό να βλέπεις πως ακόμα και μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας, ο David τον θαύμαζε ακόμα τόσο πολύ.

Γ. Μ.: Ήταν άλλωστε ο ποιητής του rock n roll. Έχεις πει σε μια πρόσφατη συνέντευξη πως η δόξα και τα λεφτά δεν ήταν η απάντηση στα καθημερινά σου προβλήματα. Τελικά, ποια ήταν η απάντηση;

M: Θα προσπαθήσω να μην ακουστώ σαν ακαδημαϊκός σπουδαστής, αλλά για μένα η απάντηση ξεκινά από το να θέσουμε την ερώτηση στο πλαίσιο της ανθρώπινης κατάστασης. Πιστεύω πως η ανθρώπινη κατάσταση είναι μια κατάσταση στην οποία δε γνωρίζουμε τίποτα. Έτσι, ξαναγυρνάμε στην ατάκα από το Tractatus: γι’ αυτά που δε γνωρίζουμε, ας παραμείνουμε σιωπηλοί. Θα έλεγα πως η ανθρώπινη κατάσταση μας αποτρέπει από το να έχουμε αντικειμενική γνώση για οτιδήποτε ―και αυτό συμπεριλαμβάνει κι εμάς τους ίδιους. Νομίζω πως όσο είμαστε άνθρωποι, δε θα έχουμε αντικειμενική γνώση για τίποτα.

Άραγε, η απάντηση σε αυτό είναι ο μηδενισμός και η απόγνωση, ή μια τρυφερή αποδoχή; Για μένα, η απάντηση είναι η αποδοχή. Είναι το να κοιτάς τα δέντρα που ανεμίζουν όμορφα στο αεράκι, και το να καταλαβαίνεις πως: Δεν ξέρω την αλήθεια αυτών των δέντρων, των μορίων του αέρα που τα διαπερνούν, δεν ξέρω την αλήθεια της διαδικασίας που έχει αφήσει ένα σπόρο να μεγαλώσει και να γίνει δέντρο, ούτε ξέρω την αλήθεια του θανάτου και του πώς όλα αυτά τα δέντρα και μαζί κι εγώ θα εξαφανιστούμε· μα σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, έχω μπροστά μου μια ανυπέρβλητη ομορφιά. Για μένα, αυτή είναι η απάντηση: αφελής ρεαλισμός και ταπεινή αποδοχή. 

This will close in 0 seconds

x
TitleArtist

Στείλε μήνυμα στο studio