31/07/2020
Ποιος μπορεί να ξεφύγει από τη γοητεία της μουσικής ιδιοφυΐας του Wim Mertens; Ο δεσμός που ενώνει το Βέλγο μουσικό με το ελληνικό κοινό μοιάζει ακατάλυτος. Και γι’ αυτό, οι επιστροφές του στη χώρας μας είναι συχνές και «αναπόφευκτες». Το Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2020, θα εμφανιστεί στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο της περιοδείας του με το σιβυλλικό τίτλο «Inescapable Tour» που σηματοδοτεί την 40ή επέτειο της μουσικής του καριέρας (1980-2020)
Η παράσταση θα δοθεί για περιορισμένο αριθμό καθιστών θεατών.
Για να γιορτάσει την 40ή του καλλιτεχνική επέτειο, ο Βέλγος συνθέτης παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα που καλύπτει όλη την καλλιτεχνική του πορεία από το 1980 έως σήμερα. Ο Mertens θα προσφέρει στους θαυμαστές του μια επιλογή γνωστών συνθέσεών του και παράλληλα θα τους συστήσει το νέο άλμπουμ του, «The Gaze of the West» που κυκλοφόρησε μέσα στο 2020.
Ο Wim Mertens, αναγνωρισμένος συνθέτης, συγγραφέας και ερμηνευτής, άρχισε να δημιουργεί μουσική το 1980, αφού πρώτα εργάστηκε ως μουσικολόγος και ραδιoφωνικός παραγωγός. Η πρώτη του κυκλοφορία «For Amusement Only», είναι μια ηχογράφηση ηλεκτρονικής μουσικής για την οποία χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά ο ήχος των μηχανών φλίπερ. Ακολούθησαν τα έργα «At Home-Not at Home» (1981), «Vergessen» (1982), «Struggle for Pleasure» (1983) και το άλμπουμ «Maximizing the Audience» το 1984. Πλέον, ο μουσικός κατάλογος του Mertens μετρά περισσότερες από 70 κυκλοφορίες.
Τα τελευταία 40 χρόνια, έχει αναπτύξει την προσωπική του, μουσική «γλώσσα», χρησιμοποιεί ένα κανονιστικό λεξιλόγιο, συνθέτει για διάφορα οργανικά σύνολα ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί φωνητικές συνθέσεις και κομμάτια για συμφωνικές ορχήστρες.
Ο Mertens έχει καταφέρει να βρει τις δημοφιλείς παραμέτρους της σύγχρονης μουσικής: «Στη μουσική υπάρχει πάντα η διαφορά αυτού που βλέπεις και αυτού που ακούς … εγώ λέω ότι βλέπεις αυτό που ακούς. Ο ακροατής πρέπει να καταλάβει μέσω της ακοής. Να απομακρυνθεί από συμβατικούς κώδικες, όπως η γλώσσα, και να κατανοήσει με καθαρότητα τη δημιουργία του συνθέτη… Μεταφράζω τη σιωπή σαν μία φάση μέσα στη μουσική. Ενσωματώνω στοιχεία της σιωπής και της ατονικότητας στη μουσική μου, μακριά από τους κανόνες της παράδοσης.» δήλωσε στον Δημήτρη Δουλγερίδη στα ΝΕΑ το περασμένο φθινόπωρο.
Ο ίδιος ομολογεί ότι φιλοδοξία του είναι να δίνει παραστάσεις που ταλαντεύονται «μεταξύ ενέργειας και πράξης» ή ακόμα και μεταξύ του «Εμείς που είμαστε Εγώ» και του «Εγώ που είμαι Εμείς». Όπως εξηγεί: «Το κοινό καθορίζει τελικά την ενέργεια του έργου που θα δημιουργηθεί. Η σχέση μεταξύ του συνθέτη και του κοινού βασίζεται στην εμπιστοσύνη ή αλλιώς: «κάνω ό,τι συμβαίνει». Είναι αλήθεια ότι ο δημιουργός γνωρίζει ποιο είναι το καθήκον του. Έτσι, όταν ηχήσει ο πρώτος τόνος, η παράσταση μετατρέπεται σε μια «απόδοση στο καθήκον.