Ο έβδομος δίσκος των Βρετανών προσγειώνεται στη Γη αλλά συνεχίζει να κινείται στα ίδια lounge, baroque pop μονοπάτια με το «Tranquility Base Hotel & Casino», διχάζοντας το κοινό με την ωριμότητά του.
Απο την Μαρία Μεταξά
26/10/2022
Ακούγοντας για πρώτη φορά το «The Car», δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς πως τα αγόρια από το Sheffield έχουν πλέον ωριμάσει για τα καλά. «Μερικές φορές στις πρόβες παίζουμε κάποια παλιά μας κομμάτια, και κάτι με σπρώχνει να θυμηθώ πόσο νέοι ήμαστε κάποτε, και βουρκώνω λιγάκι. Αλλά προσπαθώ να μη με παρασύρει αυτή η σκέψη», μας λέει ο Alex Turner, και η τελευταία πρόταση θα μπορούσε να είναι και συμβουλή για τους θαυμαστές της μπάντας που απογοητεύονται με την εξέλιξή της προς μονοπάτια λιγότερο φορτισμένα, και πιο… ενήλικα. Όσον αφορά την αλλαγή, ανέκαθεν οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σ’ εκείνους που την τρέμουν, και σ’ εκείνους που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους φανς των Arctic Monkeys, κι εμείς σίγουρα ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία. Άλλωστε, όταν ξεκίνησαν να παίζουν μουσική μαζί, τα αγόρια ήταν 16 χρονών, έκαναν κρυφά πρόβες σε γκαράζ, και ο Turner ντρεπόταν για τη φωνή του…
Δύο δεκαετίες μετά, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε την εκρηκτική ενέργεια του I Bet You Look Good On The Dancefloor, αλλά ούτε και τη μοιραία νυχτερινή γοητεία του Why’d You Only Call Me When You’re High? Τα νέα δεδομένα τέθηκαν πριν τέσσερα χρόνια, με την κυκλοφορία του διαστημικού πιάνου του «Tranquility Base Hotel & Casino», και στους ίδιους, lounge, baroque pop ρυθμούς κινείται και το «The Car», ο έβδομος δίσκος των Monkeys, αν και οι Βρετανοί έχουν προσγειωθεί για τα καλά πίσω στη Γη.
«Στον προηγούμενο δίσκο μας υπήρχε μια αίσθηση πειραματισμού, που σε αυτόν το δίσκο δεν υπάρχει τόσο. Αυτός εδώ δεν είναι πείραμα, είναι φυσικός. Και νομίζω πως αυτό φαίνεται», συμπληρώνει ο Turner, και πράγματι, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ξενοδοχείο στο φεγγάρι, αλλά με μία πολύ πιο απτή πραγματικότητα που ενυπάρχει κρυμμένη στην καθημερινότητα, όπως ένα παρατημένο αμάξι στην ταράτσα ενός κτηρίου, που μοιάζει να ατενίζει τους περαστικούς.
Ο δίσκος ξεκινάει με το τρυφερό και ερωτικό There’d Better Be A Mirrorball να θυμίζει τη νοσταλγία του λατρεμένου Cornerstone από το μακρινό 2009 και το εξαίσιο «Humbug, και δεν είναι τυχαίο που το τραγούδι αυτό ήταν και το πρώτο επίσημο single που κυκλοφόρησαν οι Βρετανοί, καθώς θέτει το ρυθμό για μια συλλογή τραγουδιών που μελωδικά κινούνται σε ήπιους τόνους, χωρίς ποτέ να ενθουσιάζονται υπερβολικά, αλλά ούτε και να πέφτουν.
Εξαίρεση αποτελεί το γκρουβάτο, funk I Ain’t Quite Where I Think I Am που ακολουθεί, με μια εξαιρετική μπασογραμμή να μας θυμίζει τις εξαιρετικές δυνατότητες όλων των μουσικών της μπάντας, που έχουν τραβηχτεί λιγάκι στο προσκήνιο και πλαισιώνουν τις φαντασιώσεις του Turner επί σκηνής. Σε μια πολύ σωστή κίνηση μετά τη μονοχρωμία το Tranquility Base, τα εξαιρετικά τύμπανα του Matt Helders και το εθιστικό μπάσο του Nick O’ Malley είναι πάντα εκεί, τα ριφάκια του Jamie Cook εμπλουτίζουν μονίμως τα κομμάτια ―υπάρχουν όλα, μολονότι σε πιο χαμηλούς τόνους.
Το τρίτο κομμάτι του δίσκου είναι το απρόσμενα καλό Sculptures of Anything Goes, το οποίο όσο περισσότερο το ακούς, τόσο περισσότερα σου δίνει: «Είναι το κομμάτι στο δίσκο που νιώθω πως [ταιριάζει στον ίδιο χώρο] με το «AM». Υπάρχει αυτός ο ήχος που προσπαθούσαμε να πετύχουμε αλλά συνεχώς εξαφανιζόταν», λέει ο Turner.
Is that vague sense of longing kinda tryna cause a scene?
Guess I’m talking to you now
Puncturing your bubble of relatability
With your horrible new sound
Baby, those mixed messages ain’t what they used to be
When you said ’em out loud
Ακολουθούν τα Jet Skis On A Moat, Big Ideas και το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου να θυμίζουν ‘60s, και μεσολαβεί το πανέμορφο Body Paint, που είναι σαν να βγήκε από τα ‘70s και αναδεικνύει το φοβερό δέσιμο των μουσικών, που παίζουν και αλληλοσυμπληρώνονται σαν τα εξαρτήματα μιας πανάκριβης, καλοκουρδισμένης μηχανής.
Όσο για τη θεματική του δίσκου, αφηγηματικά αυτός είναι μάλλον αυτοαναφορικός. Στον Turner αρέσει η ιδέα πως όσο παίζουν τα κομμάτια του δίσκου, από πίσω εκτυλίσσεται κάποια τεράστια παραγωγή, είναι σαν να υπάρχει κάτι που δημιουργείται στο παρασκήνιο. Ουσιαστικά δηλαδή, ο ίδιος ο δίσκος θα μπορούσε να αφορά τη δημιουργία ενός δίσκου.
Οι στίχοι του Turner ―ο οποίος δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του ως τώρα― πηγάζουν από πολλαπλές και ετερόκλητες αναφορές που ο ίδιος δυσκολεύεται να εντοπίσει, ενώ η ονειροπόληση μοιάζει να παραμένει η αγαπημένη του πηγή έμπνευσης. «Υπάρχουν χαρακτήρες και καταστάσεις στο δίσκο που δεν προέρχονται απαραίτητα από την πραγματική ζωή. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι προσωπικά!», λέει ο ίδιος, για να συμπληρώσει το εξής:
«Όταν ξεκίνησα να γράφω τραγούδια, έγραφα κυρίως για αληθινές καταστάσεις που είχα βιώσει, και νομίζω πως έχω πάρα πολύ καιρό να το κάνω αυτό. Δε σημαίνει απαραίτητα βέβαια πως δε βάζω στα κομμάτια κάτι από αυτά που αισθάνομαι. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, καθώς μπορείς να εκφραστείς πιο ελεύθερα».
Ακολουθεί το παιχνιδιάρικο Hello You, με πολύ ατμοσφαιρικά τύμπανα από τον Helders να πλαισιώνουν έναν δραματικό Turner, και λίγο πριν το τέλος έχουμε το διαμαντάκι αλλά και το γρίφο του Mr Schwartz. Εδώ, ο ομώνυμος χαρακτήρας μοιάζει να είναι πολύ σημαντικός και περιβάλλεται από μία αύρα μυστηρίου ―ένας καλοντυμένος δανδής, όπως και ο Turner, που χορεύει γύρω από μελωδίες ταυτόχρονα δυσοίωνες αλλά και ελκυστικές, αλλά παρ’ όλη τη γοητεία του, μάλλον, τελικά, δεν ξέρει τι κάνει.
Mr Schwartz is stayin’ strong for the crew
Wardrobe’s lint-rollin’ your velveteen suit
And smudgin’ dubbin’ on your dancin’ shoes
Gradually, it’s coming into view
It’s like your little directorial debut
As fine a time as any to deduce
The fact that neither you or I has ever had a clue
Kύκνειο άσμα του δίσκου αποτελεί το υπέροχο Perfect Sense, που από τη μία μας αφήνει ικανοποιημένους, και από την άλλη μας δημιουργεί την αίσθηση πως έχουμε αφήσει κάτι στη μέση. Υπάρχει κάτι σε αυτό το δίσκο που σε κάνει να θες να τον ακούσεις ξανά από την αρχή μετά την πρώτη ακρόαση, να θες να επιστρέψεις για να βρεις ό, τι σου έχει διαφύγει.
Το αν σε αυτό το δίσκο υπάρχει πράγματι κάτι ακόμα να βρεθεί, ή αν ψάχνουμε απλά αυτό που λείπει, μένει να αποδειχθεί με τον καιρό.