Με τον πέμπτο δίσκο τους να κυκλοφορεί, το αγαπημένο μας dream-pop δίδυμο μιλά αποκλειστικά στο pepper966.gr για μια γνωριμία στη βροχή, το ταξίδι στην έρημο, και τη δημιουργία εν μέσω πανδημίας.
Απο την Μαρία Μεταξά
02/03/2021
Ο Αμερικανός Greg Hughes γνώρισε τη Βρετανίδα Tessa Murray το 2007, και έκτοτε οι δυο τους μας έχουν δώσει πανέμορφες μελωδίες, ζεστές και ονειρικές, και ήδη αγαπημένες. Δέκα χρόνια μετά το δισκογραφικό τους ντεμπούτο, επέστρεψαν με το υπέροχο «The Last Exit» που κυκλοφόρησε στο τέλος του Ιανουαρίου και λαμβάνει χώρα στην έρημο – το πλέον κατάλληλο σκηνικό για να ακουστεί η μουσική των Still Corners, που είναι σαν να μας υποδεικνύει την ύπαρξη ενός αιώνιου, αθέατου κόσμου που συνεχίζεται επ’ άπειρον.
Με επιρροές από western και road movies, τα μειλίχια φωνητικά της Murray και το έντονο reverb στις κιθάρες του Hughes (που θυμίζει σε σημεία τον James Calvin Wilsey), η μπάντα καταφέρνει να πετύχει έναν μοναδικό, desert-noir ήχο.
Με κλεισμένο ήδη το ραντεβού μας στο Gagarin για τον Οκτώβριο, αλλά και το δίσκο τους να παίζει στο repeat, μιλήσαμε με τους Still Corners για τη γνωριμία και τη δημιουργική τους διαδικασία, το ταξίδι τους στην έρημο και την ανυπομονησία όλων μας να επιστρέψει η ζωντανή μουσική.
Καλωσήρθατε, Tessa and Greg! Σας γνωρίσαμε το 2008 με το «Remember Pepper?» ―ένα πανέμορφο πρώτο EP. Εσείς πώς γνωριστήκατε, και ποιες ήταν οι κοινές επιρροές πάνω στις οποίες οι Still Corners βάσισαν τον ήχο τους; Από πού βγήκε το όνομα της μπάντας;
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία! Είναι παράξενο να το σκέφτεσαι, όμως ό,τι έχουμε κάνει ξεκίνησε από ένα βρεγμένο παγκάκι! Δε θα είχαμε γνωριστεί αν δεν ήταν η βροχή. Είχα πάρει ένα λάθος τρένο, οπότε, όταν το συνειδητοποίησα, κατέβηκα στην αμέσως επόμενη στάση. Συνήθως κάθομαι σε κάποιο παγκάκι και διαβάζω όσο περιμένω, αλλά τα παγκάκια ήταν όλα βρεγμένα. Εκεί υπήρχε μόνο άλλος ένας άνθρωπος, οπότε τον ρώτησα αν είχε μπερδευτεί κι εκείνος με τα τραίνα και βρέθηκε εκεί κατά λάθος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Greg. Ανέφερα ότι θα έχανα την πρόβα με τη χορωδία εξαιτίας του μπερδέματος, κι εκείνος έψαχνε τραγουδίστρια. Αρχίσαμε να μιλάμε, και τα υπόλοιπα είναι rock ‘n’ roll. Το όνομα της μπάντας, πάντως, είναι από ένα ποίημα του Robert Frost: το New Hampshire.
Γράψαμε τα περισσότερα τραγούδια του “The Last Exit” στην έρημο Mojave, και όταν ήρθε η ώρα να τα ηχογραφήσουμε, είχαμε την ταινία “Ο Καλός ο Κακός και ο Άσχημος” να παίζει συνέχεια στο background.
Ας μιλήσουμε για το «The Last Exit». Έχετε πει πως βρήκατε κάτι στα απέραντα τοπία της ερήμου. Αυτή η ατμόσφαιρα υπάρχει σε όλα τα τραγούδια του δίσκου· αλλά πώς φέρατε την έρημο μέσα στο στούντιο;
Γράψαμε τα περισσότερα τραγούδια στην έρημο Mojave, και όταν ήρθε η ώρα να τα ηχογραφήσουμε, πήραμε όλες τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει και τις κολλήσαμε στον τοίχο του στούντιο. Σε έναν άλλο τοίχο προβάλλαμε το «The Good, the Bad and the Ugly», χωρίς ήχο. Όλο το τραγούδι, η κιθάρα, ακόμα και το μιξάρισμα έγινε με αυτήν την ταινία να παίζει στο background.
Εκτός από την ανασύνθεση ενός ονειρότοπου γεμάτου μυστήριο, είχατε άλλες απτές αναφορές; Ακούγατε συγκεκριμένους δίσκους, βλέπατε ταινίες ανάμεσα στις ηχογραφήσεις;
Είχαμε το «Dollars Trilogy» (σσ: η τριλογία spaghetti western του Sergio Leone, «Για μια Χούφτα Δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», με τον Clint Eastwood ως τον πρωταγωνιστή δίχως όνομα) να παίζει συχνά, αλλά και το «Paris, Texas», μια ταινία που αγαπάμε πολύ. Αυτές οι ταινίες έχουν μια ατμόσφαιρα που αποπνέει τον ήχο που θέλαμε να βγάλουμε.
Η πανδημία COVID-19 μας έχει επηρεάσει όλους. Πώς επηρέασε εσάς, ως ανθρώπους και ως μουσικούς; Είδατε τη δημιουργία του «The Last Exit» ως απόδραση;
Είχαμε έτοιμο το δίσκο, και μετά χτύπησε η πανδημία. Όλα ακυρώθηκαν, και τελικά καταλήξαμε να απορρίψουμε το μισό άλμπουμ, και γράψαμε τέσσερα καινούρια τραγούδια που εξέφραζαν την νέα κατάστασή μας. Είναι μια τρελή εμπειρία απομόνωσης για όλους μας. Έχουμε το δικό μας στούντιο, και αυτό είναι τέλειο όταν θέλουμε να γράψουμε και να προχωρήσουμε βαθύτερα με τη μουσική, αλλά μας λείπουν οι περιοδείες και αυτή η σύνδεση με τους ανθρώπους. Όλοι χρειαζόμαστε να χορεύουμε και να τραγουδάμε μαζί, είναι κάτι αρκετά πρωτόγονο, οπότε ανυπομονούμε να το κάνουμε μαζί με όλους ξανά, σύντομα.
Μια ακρόαση του «The Last Exit» είναι σαν ένα ταξίδι. Το Bad Town, για παράδειγμα, ακούγεται σαν να μπαίνουμε σε μια πόλη ―και να την αφήνουμε πίσω μας όσο διαρκεί το πανέμορφο outro. Πιστεύετε πως είναι σημαντικό για τους δίσκους να έχουν ένα κεντρικό θέμα, σε αυτές τις ημέρες του streaming;
Σε αυτό το δίσκο θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα μικρό κόσμο για εσάς, όταν θα το ακούτε. Ηχογραφούμε πολλούς ήχους της φύσης στα ταξίδια μας, και τους βάλαμε στο δίσκο για να γίνει ακόμα πιο ζωντανή η εμπειρία. Ακούγεται ένας κεραυνός που ηχογραφήσαμε στην California, ένα κογιότ από το New Mexico, και γρύλοι της Arizona, όλα αυτά είναι στο δίσκο. Με το streaming, οι άνθρωποι συχνά ακούν μεμονωμένα τραγούδια. Εμείς θέλαμε να έχει κάθε τραγούδι μια ιστορία, ακόμα και τα instrumental, ώστε να είναι σαν να μπαίνει ο ακροατής σε αυτόν τον κόσμο έστω και για λίγα λεπτά κάθε φορά.
Είναι παράξενο να το σκέφτεσαι, όμως ό,τι έχουμε κάνει ξεκίνησε από ένα βρεγμένο παγκάκι! Δε θα είχαμε γνωριστεί αν δεν ήταν η βροχή…
Υπάρχουν ιστορίες πίσω από τα τραγούδια; Έχετε κάποια αγαπημένη;
Γυρίζαμε το βίντεο για το The Last Exit στο Εθνικό Πάρκο του Joshua Tree, όταν βγήκαμε από το μονοπάτι και χαθήκαμε εντελώς. Είχε πάει αργά και είχαμε περίπου μια ώρα μπροστά μας μέχρι να χαθεί το φως της ημέρας. Φτάσαμε σε ένα μεγάλο σύμπλεγμα βράχων, και είδαμε ίχνη βημάτων στην άμμο, και τα ακολουθήσαμε. Τρομάξαμε όταν στρίψαμε στη γωνία ενός τεράστιου βράχου και βρήκαμε μία γυναίκα να στέκεται στη μέση του μονοπατιού. Ήταν μεγάλη σε ηλικία, είχε μακριά ασημόγκριζα μαλλιά και παράξενη προφορά. Σχεδίασε ένα χάρτη στην άμμο και μας είπε πώς να επιστρέψουμε στην πόλη. Την ευχαριστήσαμε, και συνεχίσαμε το δρόμο μας, περίεργοι για το ποια ήταν και τι έκανε εκεί. Στην πόλη, σταματήσαμε στο Crossroads Cafe. Παραγγείλαμε ένα βραδινό Biker Scramble και είπαμε στη σερβιτόρα την ιστορία μας. Είπε πως η γυναίκα που συναντήσαμε ήταν η Δις Dumont, και πως είχε πεθάνει πάνω από 200 χρόνια πριν. Αυτά τα πράγματα απλώς συμβαίνουν στην έρημο, είναι συνηθισμένα. Το κομμάτι που γράψαμε γι’ αυτή την ιστορία είναι το White Sands.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου σας δίσκου,«Creatures Of An Hour». Πώς έχει αλλάξει ο τρόπος που δουλεύετε από τότε, και ειδικά μετά την ίδρυση της δική σας δισκογραφικής εταιρείας, Wrecking Light;
Ήταν ένα μεγάλο, ένδοξο ταξίδι. Γράφουμε τραγούδια μαζί εδώ και δέκα χρόνια, οπότε υπάρχει σχεδόν τηλεπάθεια όταν καθόμαστε να γράψουμε. Το ότι δημιουργήσαμε και τρέχουμε την Wrecking Light ήταν άλλη μια μεγάλη αλλαγή. Δεν ξέραμε πώς θα είναι, αλλά τελικά απολαμβάνουμε πάρα πολύ όλη αυτή τη διαδικασία του να βγάζεις ένα δίσκο – η παραγωγή, το ραδιόφωνο, τα δισκάδικα, κλπ. Μας αρέσει να χτίζουμε προσωπικές σχέσεις με τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτά τα κομμάτια της βιομηχανίας, και να είμαστε μέρος της διαδικασίας. Είναι περισσότερη δουλειά, αλλά τίμια δουλειά. Όταν ανακαλούμε τα τελευταία δέκα χρόνια, αυτά για τα οποία νιώθουμε πιο περήφανοι είναι το πώς ξεκινήσαμε μόνοι μας ως καλλιτέχνες, και το πώς φτιάξαμε τη δική μας δισκογραφική. Ήταν τρομερό ταξίδι!
Με το streaming, οι άνθρωποι συχνά ακούν μεμονωμένα τραγούδια. Εμείς θέλαμε να έχει κάθε τραγούδι μια ιστορία, ακόμα και τα instrumental, ώστε ο δίσκος να δημιουργεί έναν μικρό κόσμο.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τους Still Corners;
Περισσότερη μουσική, ταξίδια, και καλό φαγητό.
Έχετε πολύ μεγάλο κοινό εδώ στην Ελλάδα! Ελπίζουμε να διασκεδάσατε όσο κι εμείς, στη συναυλία σας στην Αθήνα πριν τρία χρόνια. Σας λείπει να παίζετε live;
Αγαπάμε την Ελλάδα και νιώθουμε μια σύνδεση μαζί της. Οι άνθρωποι, η ιστορία, η κουλτούρα, τα τοπία και το φαγητό. Ανυπομονούμε να επιστρέψουμε. Δεν υπάρχει τίποτα σαν τις στιγμές στις περιοδείες όπου καταφέρνουμε να συνδεθούμε με τους θαυμαστές μας σε προσωπικό επίπεδο. Και θα είναι ακόμα πιο γλυκιά η επιστροφή, αφού περάσαμε τόσον καιρό χώρια!
Σας ευχαριστούμε πολύ! Θα σας δούμε στο Gagarin 205 τον Οκτώβριο!
Σας ευχαριστούμε κι εμείς πολύ, ανυπομονούμε!